- εξοχότατος
- -η, -ουπερθ. του έξοχος (βλ. λ.) ως τιμητικός τίτλος (πρβλ. και εξοχότητα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανέξοχος — ον, Α εξοχότατος, εξαιρετικά επιφανής. επίρρ... πανεξόχως Α με πανέξοχο τρόπο, εξοχότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔξοχος] … Dictionary of Greek
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek
Πίσεμσκι, Αλεξέι Φεοφιλάκτοβιτς — (1821 – 1881). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε στη μαθηματική σχολή του πανεπιστήμιου της Μόσχας και για μεγάλο χρονικό διάστημα εργάστηκε σε κρατικές υπηρεσίες στην Κοστρομά και τη Μόσχα. Έγραψε νουβέλες, διηγήματα και μυθιστορήματα, με θέματα από τη … Dictionary of Greek
έξοχος — η, ο επίρρ. α 1. (για ανθρώπους), που εξέχει, που υπερέχει, εξαιρετικός, άριστος: Έξοχος ποδοσφαιριστής. 2. (για πράγματα), που έχει άριστη ποιότητα, εκλεκτός, πολύ καλός: Έξοχο ούζο. 3. το υπερθ., εξοχότατος ως τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκλαμπρότατος — η, ο εξοχότατος (τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)